....της Γαλάτειας Γρηγοριάδου Σουρέλη
Ήταν τότε, πρίν από χρόνια, το παιδί άρρωστο. Η μάνα σαν είδε κι απόειδε πώς οι γιατροί δεν το γιάνανε, έβγαλε την ποδιά της, εύπρέπισε τον κότσο της, στέριωσε τη μαντήλα στο κεφάλι της.
Απέ άναψε την καντήλα και παρακαλέθηκε:
Χριστέ μου, να γιάνει ό Στράτος μου! Σώσε τον, Παναγία μου! Τάμα σου κάνω, εννιάχρονος να πέσει για τη χάρη Σου στη θάλασσα, να βουτήξει ανήμερα τα Φώτα να πιάσει τον τίμιο Σταυρό Σου.
Απέ ή μάνα - ή καπετάνισσα- έβαλε σαράντα μέρες το εικόνισμα της Μεγαλόχαρης πάνω στην Αγία Τράπεζα. Έκανε και το σαρανταλείτουργο. Και τώρα πού έγιανε το παιδί και τώρα πού τα 'κλεισε πια τα εννιά του χρόνια, καιρός να γίνει και το τάμα.
Τα φώτα ήταν αύριο... Οι νοικοκυρές είχαν ασπρίσει αυλές, πρεβάζια, σκάλες, γλάστρες. Μύρισε το νησί πάστρα κι ασβέστη.
Τα παιδιά ολημερίς είπαν τα κάλαντα.
Τώρα πριν καλοπέσει το σκοτάδι μαζεύτηκαν στα σπίτια τους. Απόμεινε έρημο το λιμάνι.
Τα καΐκια καλοπλυμένα, στολισμένα, γιορτινά με σημαίες λικνίζονται καθώς παίζει μαζί τους το ελαφρύ κυματάκι. Αναμμένα τα φωτάκια της πρύμνης και της πλώρης ξενύχτησαν καθώς λαγοκοιμόταν το νησί.Ύπνος βαθύς δεν μπόραγε να πιάσει τους νησιώτες από την έγνοια του Σταυρού.
Γιατί το ξέρουνε άπ' τους πατέρες τους, κι αυτοί άπ' τους δικούς τους τους πατέρες:
Καλότυχο το σπιτικό, καλότυχο και το καΐκι ό καπετάνιος και το τσούρμο καλότυχο αν δικός ήταν αυτός πού θα 'πιανε τον Σταυρό από τη θάλασσα αυτή τη μέρα!
Γιατί μεγάλη ή μέρα «των Θεοφανείων» για το νησί... Κατά τα μεσάνυχτα γύρισε ό καιρός.
Ένας μανιασμένος μαΐστρος ήρθε καί σβούρηξε το νησί.Λυσσοκόπησε ό τόπος, αναστέναξε. Ό Στρατής κάτω άπ' τη βελέντζα αφουγκράστηκε τον καιρό, το τριζοβόλημα του σπιτιού,τον βόγγο της θάλασσας. Το νησί δεν είναι απάνεμο. Το χτυπούν οι άγέρηδες.
Μ' αυτούς τους ήχους μεγάλωσαν τα παιδιά του νησιού. Όπως και τα γονικά τους. Ή φύτρα είναι μουσκεμένη στην αρμύρα. Άνεμοδαρμένη φύτρα, περήφανη.
Αφουγκράστηκε το παιδί και φοβήθηκε. Ξέρει για το τάμα της μάνας του, για την τιμή και για την ευλογία. Μα όσο να πεις, παιδί πράμα είναι, φοβάται.
Και με τούτον τον καιρό... Αξημέρωτα πετάχτηκε επάνω. Έσπρωξε τα παντζούρια και λιγοστό αχνό φως μπήκε στην κάμαρη. Ό καιρός είχε αγριέψει κι άλλο. Ή θάλασσα έβραζε, δερνότανε στους βράχους, καβαλούσε τα καΐκια, τις ψαρόβαρκες.
Ή καπετάνισσα άναψε την καντήλα της,θύμιασε, έκανε τις μετάνοιες της, ετοίμασε τις γιορτινές άλλαξιές. Και τότε ακούστηκε ό πρώτος ήχος της καμπάνας. Στήν αρχή απόμακρος.
Ήταν σαν ή καμπάνα να δοκίμαζε τη φωνή μα και τη δύναμη της. Γλυκός σαν βραχνός ό πρώτος ήχος. Μετά θαρρείς ξεθάρρεψε. Και άρχισαν παρέα να της κάνουν οι καμπάνες άπ' όλο το νησί.
Να παραβγαίνουν σε φωνή, σε κάλεσμα, σε μελωδία. Σκεπάσαν έτσι τη βοή της θάλασσας.
Το καταλάβανε τούτο το παιχνίδι τα κύματα κι αγρίεψαν. Μα οι καμπάνες δυνατότερα χτυπήσανε.
Κι ό ουρανός χαμογέλασε και σαν να μέρωσε λίγο...
Του καπετάνιου ό γιος, ό Στρατής, γονατιστός στην εκκλησιά παρακαλούσε:
«Χριστέ μου, φέτος, μονάχα φέτος να τον πιάσω τον τιμημένο Σου Σταυρό».
Κι ή καπετάνισσα -ή μάνα- το ίδιο παρακάλαγε τον "Αη-Νικόλα. Έχει και μία σφίξη στην καρδιά" τόσο μικρό παιδί δεν πέφτει τέτοια μέρα μέσ' στη θάλασσα! Πολύ φοβάται ή καπετάνισσα.
Μα το 'χει τάμα! Έφτασε ή ώρα πού κατεβαίνουνε στη θάλασσα, να ρίξουν τον Σταυρό. Μπροστά ό Δεσπότης, οι παπάδες, τα έξαπτέρυγα, μετά όλα τα τσούρμα, όλοι οι νησιώτες. Γιόμισε το νησί ψαλμωδία και θυμίαμα. Ή θάλασσα αναρριγάει από προσμονή. Να πέσει ό Σταυρός, να αγιάσει το νερό, να ημερέψει. Να πέσει ό Σταυρός!
Έτοιμοι οι βουτηχτάδες κοιτάν στο στόμα τον Δεσπότη. Απόσωστα, πρίν καλοπεί το «Εν Ιορδάνη» να πέσουν, να παλαίψουν για τη Χάρη του Χρίστου. Σηκώνει ό Δεσπότης το χέρι του, στράφτει στο φως της μέρας ό Σταυρός. Μεγαλόπρεπα, με δυνατό τίναγμα πετάει ό Δεσπότης στο αφρισμένο κύμα τον Σταυρό.
Σφυρίζουν τα καράβια, τρελλαίνονται οι καμπάνες καί τραγουδάνε, τραγουδάνε.
Ό κόσμος μόλις πρόκανε κι είδε τα παλληκάρια πού χώθηκαν στη μανιασμένη θάλασσα κάτω άπ' τους αφρούς.
Προκάνει ή καπετάνισσα και βλέπει τον Στρατή πριν χαθεί κάτω από το κύμα. Σφίγγει το εικόνισμα -αυτό πού σαραντάμερο βλογήθηκε στην "Αγια Τράπεζα- στις χούφτες της, πού ίδρωσαν. Άνασεμιά δεν παίρνει ό κόσμος.
Να τα κεφάλια, σα να βγήκαν άπ' τη θάλασσα. Όχι, είναι να πάρουν μια ανάσα να κάνουνε πιο βαθιά βουτιά. Κι εκεί πού είχανε όλοι παγώσει από το κρύο, μα κι άπ' την αγωνία, ένα κεφάλι φάνηκε μέσα άπ' τους αφρούς.
Ό Στρατής! Σταυροκοπήθηκε ή μάνα.
Το κεφάλι του παιδιού σκεπάσθηκε άπ' το κύμα. Το χέρι μόνο φαίνεται πού κρατάει τον Σταυρό. Παλεύει το καπετανόπουλο, ή θάλασσα θέλει να το αρπάξει, δύσκολο με το ένα χέρι να κολυμπήσει. Ώρες φανήκανε στην καπετάνισσα ότι περάσανε. Το φως λιγόστεψε άπ' τα μάτια της, στηρίζεται στον πιο μεγάλο γιο της. Σαν τα ξανάνοιξε τα βλέφαρα, τον είδε τον Στρατή της εκεί, πλάι στον Δέσποτα να του δίνει τον Σταυρό. Μετά να κάνει μια βαθιά μετάνοια και πρώτος να τον ασπάζεται. Ξανασφυρίζουν τα καράβια, οι καμπάνες δεν σταμάτησαν στιγμή. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε», ψέλνει το νησί ολόκληρο. Κι ό Στρατής, το μικρό καπετανόπουλο, νοιώθει πώς μπλέχτηκε ή αρμύρα με το δάκρυ του καί βιάζεται για να μη το δει κανείς, να ξανακάνει μια μετάνοια.
Αναδημοσίευση από εδώ
Ήταν τότε, πρίν από χρόνια, το παιδί άρρωστο. Η μάνα σαν είδε κι απόειδε πώς οι γιατροί δεν το γιάνανε, έβγαλε την ποδιά της, εύπρέπισε τον κότσο της, στέριωσε τη μαντήλα στο κεφάλι της.
Απέ άναψε την καντήλα και παρακαλέθηκε:
Χριστέ μου, να γιάνει ό Στράτος μου! Σώσε τον, Παναγία μου! Τάμα σου κάνω, εννιάχρονος να πέσει για τη χάρη Σου στη θάλασσα, να βουτήξει ανήμερα τα Φώτα να πιάσει τον τίμιο Σταυρό Σου.
Τα φώτα ήταν αύριο... Οι νοικοκυρές είχαν ασπρίσει αυλές, πρεβάζια, σκάλες, γλάστρες. Μύρισε το νησί πάστρα κι ασβέστη.
Τα παιδιά ολημερίς είπαν τα κάλαντα.
Τώρα πριν καλοπέσει το σκοτάδι μαζεύτηκαν στα σπίτια τους. Απόμεινε έρημο το λιμάνι.
Τα καΐκια καλοπλυμένα, στολισμένα, γιορτινά με σημαίες λικνίζονται καθώς παίζει μαζί τους το ελαφρύ κυματάκι. Αναμμένα τα φωτάκια της πρύμνης και της πλώρης ξενύχτησαν καθώς λαγοκοιμόταν το νησί.Ύπνος βαθύς δεν μπόραγε να πιάσει τους νησιώτες από την έγνοια του Σταυρού.
Γιατί το ξέρουνε άπ' τους πατέρες τους, κι αυτοί άπ' τους δικούς τους τους πατέρες:
Καλότυχο το σπιτικό, καλότυχο και το καΐκι ό καπετάνιος και το τσούρμο καλότυχο αν δικός ήταν αυτός πού θα 'πιανε τον Σταυρό από τη θάλασσα αυτή τη μέρα!
Γιατί μεγάλη ή μέρα «των Θεοφανείων» για το νησί... Κατά τα μεσάνυχτα γύρισε ό καιρός.
Ένας μανιασμένος μαΐστρος ήρθε καί σβούρηξε το νησί.Λυσσοκόπησε ό τόπος, αναστέναξε. Ό Στρατής κάτω άπ' τη βελέντζα αφουγκράστηκε τον καιρό, το τριζοβόλημα του σπιτιού,τον βόγγο της θάλασσας. Το νησί δεν είναι απάνεμο. Το χτυπούν οι άγέρηδες.
Μ' αυτούς τους ήχους μεγάλωσαν τα παιδιά του νησιού. Όπως και τα γονικά τους. Ή φύτρα είναι μουσκεμένη στην αρμύρα. Άνεμοδαρμένη φύτρα, περήφανη.
Αφουγκράστηκε το παιδί και φοβήθηκε. Ξέρει για το τάμα της μάνας του, για την τιμή και για την ευλογία. Μα όσο να πεις, παιδί πράμα είναι, φοβάται.
Και με τούτον τον καιρό... Αξημέρωτα πετάχτηκε επάνω. Έσπρωξε τα παντζούρια και λιγοστό αχνό φως μπήκε στην κάμαρη. Ό καιρός είχε αγριέψει κι άλλο. Ή θάλασσα έβραζε, δερνότανε στους βράχους, καβαλούσε τα καΐκια, τις ψαρόβαρκες.
Ή καπετάνισσα άναψε την καντήλα της,θύμιασε, έκανε τις μετάνοιες της, ετοίμασε τις γιορτινές άλλαξιές. Και τότε ακούστηκε ό πρώτος ήχος της καμπάνας. Στήν αρχή απόμακρος.
Ήταν σαν ή καμπάνα να δοκίμαζε τη φωνή μα και τη δύναμη της. Γλυκός σαν βραχνός ό πρώτος ήχος. Μετά θαρρείς ξεθάρρεψε. Και άρχισαν παρέα να της κάνουν οι καμπάνες άπ' όλο το νησί.
Να παραβγαίνουν σε φωνή, σε κάλεσμα, σε μελωδία. Σκεπάσαν έτσι τη βοή της θάλασσας.
Το καταλάβανε τούτο το παιχνίδι τα κύματα κι αγρίεψαν. Μα οι καμπάνες δυνατότερα χτυπήσανε.
Κι ό ουρανός χαμογέλασε και σαν να μέρωσε λίγο...
Του καπετάνιου ό γιος, ό Στρατής, γονατιστός στην εκκλησιά παρακαλούσε:
«Χριστέ μου, φέτος, μονάχα φέτος να τον πιάσω τον τιμημένο Σου Σταυρό».
Κι ή καπετάνισσα -ή μάνα- το ίδιο παρακάλαγε τον "Αη-Νικόλα. Έχει και μία σφίξη στην καρδιά" τόσο μικρό παιδί δεν πέφτει τέτοια μέρα μέσ' στη θάλασσα! Πολύ φοβάται ή καπετάνισσα.
Μα το 'χει τάμα! Έφτασε ή ώρα πού κατεβαίνουνε στη θάλασσα, να ρίξουν τον Σταυρό. Μπροστά ό Δεσπότης, οι παπάδες, τα έξαπτέρυγα, μετά όλα τα τσούρμα, όλοι οι νησιώτες. Γιόμισε το νησί ψαλμωδία και θυμίαμα. Ή θάλασσα αναρριγάει από προσμονή. Να πέσει ό Σταυρός, να αγιάσει το νερό, να ημερέψει. Να πέσει ό Σταυρός!
Έτοιμοι οι βουτηχτάδες κοιτάν στο στόμα τον Δεσπότη. Απόσωστα, πρίν καλοπεί το «Εν Ιορδάνη» να πέσουν, να παλαίψουν για τη Χάρη του Χρίστου. Σηκώνει ό Δεσπότης το χέρι του, στράφτει στο φως της μέρας ό Σταυρός. Μεγαλόπρεπα, με δυνατό τίναγμα πετάει ό Δεσπότης στο αφρισμένο κύμα τον Σταυρό.
Σφυρίζουν τα καράβια, τρελλαίνονται οι καμπάνες καί τραγουδάνε, τραγουδάνε.
Ό κόσμος μόλις πρόκανε κι είδε τα παλληκάρια πού χώθηκαν στη μανιασμένη θάλασσα κάτω άπ' τους αφρούς.
Προκάνει ή καπετάνισσα και βλέπει τον Στρατή πριν χαθεί κάτω από το κύμα. Σφίγγει το εικόνισμα -αυτό πού σαραντάμερο βλογήθηκε στην "Αγια Τράπεζα- στις χούφτες της, πού ίδρωσαν. Άνασεμιά δεν παίρνει ό κόσμος.
Να τα κεφάλια, σα να βγήκαν άπ' τη θάλασσα. Όχι, είναι να πάρουν μια ανάσα να κάνουνε πιο βαθιά βουτιά. Κι εκεί πού είχανε όλοι παγώσει από το κρύο, μα κι άπ' την αγωνία, ένα κεφάλι φάνηκε μέσα άπ' τους αφρούς.
Ό Στρατής! Σταυροκοπήθηκε ή μάνα.
Το κεφάλι του παιδιού σκεπάσθηκε άπ' το κύμα. Το χέρι μόνο φαίνεται πού κρατάει τον Σταυρό. Παλεύει το καπετανόπουλο, ή θάλασσα θέλει να το αρπάξει, δύσκολο με το ένα χέρι να κολυμπήσει. Ώρες φανήκανε στην καπετάνισσα ότι περάσανε. Το φως λιγόστεψε άπ' τα μάτια της, στηρίζεται στον πιο μεγάλο γιο της. Σαν τα ξανάνοιξε τα βλέφαρα, τον είδε τον Στρατή της εκεί, πλάι στον Δέσποτα να του δίνει τον Σταυρό. Μετά να κάνει μια βαθιά μετάνοια και πρώτος να τον ασπάζεται. Ξανασφυρίζουν τα καράβια, οι καμπάνες δεν σταμάτησαν στιγμή. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε», ψέλνει το νησί ολόκληρο. Κι ό Στρατής, το μικρό καπετανόπουλο, νοιώθει πώς μπλέχτηκε ή αρμύρα με το δάκρυ του καί βιάζεται για να μη το δει κανείς, να ξανακάνει μια μετάνοια.
Αναδημοσίευση από εδώ
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατά λάθος έσβησα το σχόλιο σου!
ΔιαγραφήΜου βγαίνουν οι διαφημίσεις και στον πανόπτη και μ'εχουν τρελάνει!
Φιλιά θαλασσινά σύντεκνε:))
Καλησπέρα Ζουζού μου..ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ,ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ υγεία και αγάπη...πολυ ωραια η ιστοριούλα σου,ευχαριστουμε..να εισαι πάντα καλά ..φιλάκια με αγαπη
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ χαίρομαι που ξαναγύρισες!
ΔιαγραφήΣ'ευχαριστώ κοπέλα μου πολύχρονη να'σαι και ευτυχισμένη και ό,τι επιθυμείς!
Φιλιά θαλασσινά!
Πολύ συγκινητική ιστορία, μπράβο για την ανάρτηση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια πολλά Ζουζούκα μου, να είσαι πάντα καλά!
Και'μενα με συγκίνησε γιαυτό την ανέβασα.
ΔιαγραφήΚαι'πο μένα θαλασσινά φιλιά!
Πόσο θαλασσινό και όμορφο κείμενο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν ίσως η καλύτερη ιστορία που θα μπορούσα να διαβάσω για τα Θεοφάνια.
Νοιώθω πως ήδη τα γιόρτασα με τόσο όμορφη εικόνα που μας περιέγραψες.
Χαίρομαι που σου άρεσε!
ΔιαγραφήΤο ίδιο με συγκίνησε και'μενα!
Φιλιά θαλασσινά!
Χρόνια πολλά Ζουζού καλή χρονιά με υγεία,χαρά κι ευτυχία.Πολύ όμορφη ιστοριούλα να είσαι καλά,φιλιά!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ κοπέλα μου
Διαγραφήαντεύχομαι και'γω με την σειρά μου!
Φιλιά θαλασσινά!
Γεμάτο παράδοση, συγκίνηση, ιερότητα και αισιοδοξία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπράβο βρε καπετάνισσα για την επιλογή σου! Τέτοια να διαβάζουμε, σε τέτοια κείμενα να ακουμπάμε την προσοχή και την ψυχή μας...
Να'σαι καλά!
Αυτός ήταν και ο λόγος που το επέλεξα,με συγκίνησε και'μενα αυτή η ιστορία που καθρεπτίζει τα έθιμα και την παράδοση μας!
ΔιαγραφήΚαι του χρόνου να'μαστε καλά γλυκιά μου!
καλή χρονιά εύχομαι....πολύ καλή ανάρτηση να σαι καλά
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ'ευχαριστώ,καλή Χρονιά χαρούμενη και τυχερή για όλους μας εύχομαι και'γω!
ΔιαγραφήΚαλή χρονιά σου είπα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν σου είπα.
Πάρε λοιπόν τις ευχές μου για σένα και όλη την οικογένεια σου για ένα καλό 2013.
Δεν μπορεί!
Κάτι μου λέει ότι θα είναι καλύτερο από το καταραμένο 2012.
Μάρτυς μου ο......
Που να βρω μάρτυρες με το κρύο που κάνει.
Όλοι είναι κάτω από τις κουβέρτες!
Φιλάκια.
Καλή χρονιά να'χουμε!
ΔιαγραφήΛέμε ότι θα'ναι καλύτερη απ'την προηγούμενη για να παίρνουμε κουράγιο και ο Θεός ας την κάνει!
Απα πα τι κρύο και σήμερα,είναι να μην κουνιέσαι καθόλου απ'το κρεβάτι:))
Φιλιά θαλασσινά κοριτσάρα!!
χρονια πολλα!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι του χρόνου να'μαστε όλοι καλά!!
ΔιαγραφήΑΠΟ ΤΙΣ 9 ΤΟ ΠΡΩΙ ΧΙΟΝΙΖΕΙ !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΛΛΑ ΣΤΡΩΣΙΜΟ ΔΕΝ ΕΙΔΑΜΕ !
ΟΥΤΕ ΑΣΠΡΗ ΜΕΡΑ !! :)
Φαντάσου εκεί!
ΔιαγραφήΕδώ να δεις, άντε τώρα να ξαναχιονίσει στα μέρη μας!!!
Δύσκολοι οι Χειμώνες:))
Tόσο συγκινητικό το κείμενό σου zoyzoy.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι τόο αισιόδοξο.
Οσο αντίξοες και αν είναι οι συνθήκες όσο και αν φοβόμαστε καμιά φορά πρέπει να ριχνόμαστε στην φουρτούνα μπορεί να μας βγει σε καλό.
Καλή Χρονιά και πάντα να παλεύουμε με πίστη και επιμονή.
Καλή Χρονιά zoyzoy!
Αυτό είναι το νόημα Ελενά μου η πίστη που πρέπει να'χουμε στον εαυτό μας για κάθε τι που κάνουμε.
ΔιαγραφήΑυτή θα μας δώσει δύναμη και αυτή την εποχή να βουτήξουμε μ'αυτές τις αντίξοες συνθήκες στην απέναντι όχθη!
Καλή Χρονιά και σε'σενα να'στε γεροί και δυνατοί πάντα!
Φιλιά θαλασσινά!
Ζουζου μου καλη χρονια να χουμε!!!Γεματη υγεια,αγαπη και ομορφες στιγμες!!!Πολλα φιλια!!! :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα'σαι καλά Ιανέ μου!
ΔιαγραφήΚαι'πο μένα θαλασσινά!!
Χαίρομαι που συναντιόμαστε κάτω από ένα τόσο ευαίσθητο και ανθρώπινο κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά!
Καλώς ήρθες στ'αρμενάκι!
ΔιαγραφήΚινούμαστε στους ίδιους χώρους χωρίς να'χουμε ανταλλάξει απόψεις,εγώ χαίρομαι που ήταν αυτό το κείμενο το διαβατήριο για να'σαι στο πλήρωμα:))
Την Γαλάτεια την ακουμε στην πειραϊκή εκκλησία. Ειδικα η μαμα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ εξυπνη γυναικα.
Καλή χρονια Ζουζου μου!
Με υγεια και αγαπη!
Δεν γνώριζα ότι έχει βραβευτεί από Διεθνές οργανισμούς για το παιδαγωγικό της έργο!
ΔιαγραφήΝα'σαι καλά καλή μου
Καλή Χρονιά να'χουμε!
Με φιλιά θαλασσινά!
¸.•°♡♡⊱彡
ΑπάντησηΔιαγραφήPassei para desejar um bom dia.
Beijinhos do Brasil.
░B░O░M░°º✿♫
°º✿
º° ✿✿·. D░I░A░ !
Saudações e beijos de mim
ΔιαγραφήDa Grécia
Διαβάζω και εγώ, διαβάζω και δεν καταλαβαίνω γιατί κάνεις αυτή την ανάρτηση. Λες και ρωτώ όλο περιέργεια: Τι έγινε ρε παιδιά εκεί… τι έγινε…;
ΑπάντησηΔιαγραφήΡίχνουν το σταυρό στο νερό!
Ναι???
ΔιαγραφήΔεν ξέρεις τι κάνουν!
Για να βάλω τις παλιές φωτό της Σύρα το'βαλα χα!χα!
Φοβερός ο γάτης:))
Ωραίο κείμενο!!
ΑπάντησηΔιαγραφή