Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Το καλύτερο μας ψάρεμα!!

Κ υριακή 21Νοεμβρίου και ο καιρός δεν συμβαδίζει ούτε κατά διάνοια με το ημερολόγιο άπνια μ'ενα λαμπρό ήλιο.
Παίρνω πρωινό τηλεφώνημα απ'το βουνό.
-Θα'ρθεις για ψάρεμα,θέλει να'ρθει και "ο μικρός" αν είναι ετοιμαστείτε,κατεβαίνω!
Δίλημμα για μένα !
Τα μηχανάκια στην βάρκα 2το τρίτο άτομο θα'ναι βοηθητικό και οι δουλειές αρκετές στο σπίτι εν'οψει εορτών.
Τα φορτώνω όλα στον κόκκορα,τέτοιες μέρες δεν τις έχεις ούτε το καλοκαίρι σκέφτομαι...
Ετοιμάζω καφέδες φορώ μαγιό απ'το σπίτι (δεν την ξαναπατώ)παίρνω και το μπουκάλι το νερό "αλλά μπρατσέτα" και έτοιμη...
10.30πμ σαλπάρουμε με μια θάλασσα γιαούρτι για το σημείο G(Gigas mpalas) χωρίς μεγάλη σκέψη.\

Η βάρκα γλιστρά πάνω στο αλμυρό νερό που μοιάζει μ'απέραντη λίμνη έτσι ήρεμη που είναι.
Ουρανός και θάλασσα έχουν γίνει ένα, το ίδιο γαλάζιο χρώμα,η υγρασία δημιουργεί ένα σύννεφο πάχνης που δεν ξεχωρίζει ορίζοντας.

Ενα σκάφος στο βάθος δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται στον ουρανό.
Η θάλασσα τζάμι καθρεπτίζει τον ουρανό δίνοντας την εντύπωση ότι δεν υπάρχει ορίζοντας είναι ένα και το αυτό.

Σε 25λεπτά φτάνουμε.
Κάτι επιπλέει στην θάλασσα και άνεβάζω ένα όστρακο αχινομάνας!


Δείχνω στο "μικρό" πως καθαρίζουμε την γαρίδα πως δολώνουμε και πως λειτουργεί το μηχανάκι και ρίχνει την 1η του.Σε ελάχιστα λεπτά ανεβάζει τα 3του πρώτα ψάρια με αρκετό ενθουσιασμό.

Τον αφήνω να ψαρέψει κι αρχίζω να πλένω το βαρκί απ'την πλώρη -πρύμνα με σφουγγάρι για να "σκοτώσω" την ώρα μου μόνο τ'αχαμνά δεν του'πλυνα (θα καθαριστεί όταν βγεί έξω).
Αποθανατίζω την απόλυτη ηρεμία και τα ψάρια που βγάζουν!


Πού και πού μου δίνει ο μικρός να ρίξω καμιά και βγάζω ένα "καλό μπαλά" που τον φωτογραφίζω για να τους πειράξω!

Εκεί σε βάθος 150μ.μετά απο 1ώρα στον ήλιο θέλω να κολυμπήσω αφού αρχίζω και βαριέμαι χωρίς να ψαρεύω.
-Εδώ είχα δει τον Ρούλη (Γρηγορούλη από Καρχαριούλη)!
-Εγώ δεν έχω δει τίποτα τόσες φορές πού'χω έρθει!
-Καλά άμα δείς το φτερουδάκι του δίπλα σου,πές μου!
-Αμα έρθει ώς εδώ θα εξαφανιστεί απ'την μπόχα του γυρίζω, και πέφτω..
Το δροσερό νερό μου μουδιάζει όλο το κορμί.Ενα παγωμένο πανωφόρι καλύπτει κάθε κύτταρο του κορμιού μου σε δευτερόλεπτα εξαφανίζεται και παίρνει τη θέση του μια ηδονή περίεργη.

Έχουν πιάσει καμιά 15 κομμάτια και αρχίζω να καθαρίζω τα ψάρια.

Οι χάνοι πιο σκληροί σπαρταρούν ακόμα και καίγεται η ψυχή μου που τους βλέπω να βασανίζονται.
Ο μικρός μου λέει ότι έχει διαβάσει στο net ό,τι τα ψάρια πονάνε όπως και'μεις γιατί έχουν περισσότερα κύτταρα.Εκεί είναι που τα παρατώ σύξυλα και περιμένω να πεθάνουν για να τα καθαρίσω.


Μου δείχνει ένα σημείο να τα καρφώνω στο κεφάλι για να πεθαίνουν επί τόπου,μα δεν αντέχω να το κάνω. Οι ώρες περνάνε και δεν σταματούν να βγάζουν καλά κομμάτια όλο και περισσότερα.



Κάπου έχω απηυδήσει να καθαρίζω ψάρια και τους λέω καλά είναι να φεύγουμε...
Μια τελευταία λέει ο μικρός και ανεβάζει 4καλά με την μία!

Δεν αφήνουν τέτοια ψάρια λέει ο Γιώργος και ξαναρίχνουν!
Αποφασίζουμε να τα μαζέψουμε μετά από τηλεφώνημα του "μεγάλου" ότι πεινά.
Έχουμε κάνει μια καλή ψαριά γύρω στα 5κιλά.
Στο γυρισμό 2καλικατσούδες ξεκουράζονταν στον Γλάροντα.
Ξεκαρδίζομαι στα γέλια όταν μου διηγείται μια ιστορία ο μικρός μ'ενα φίλο του που'χαν πέσει ψαροντούφεκο και νομίζοντας ότι είναι ψάρι κυνηγούσε μια, με το ψαροντούφεκο κάτω απ'το νερό!

Αυτά τα πουλιά κάνουν βουτιά με απίστευτη ταχύτητα και κυνηγούν ψάρια για να φάνε.
Φτάνουμε σπίτι και τρέχω σαν τον Βέγγο για να ταΐσω 3άντρες που πεινάνε σαν λύκοι.
Βάζω τα μεγαλύτερα ψάρια για ψήσιμο όπως είναι καθαρισμένα με σαλάτα.

Απολαύσαμε τα ψαράκια που μύριζαν θάλασσα.

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Το χάσαμε το "κορμί"...!

Η οικονομία στενάζει, αλλά η τεχνολογία δε σταματάει την πρόοδό της.Σχετικά με τα προϊόντα, τα τηλέφωνα έγιναν υπολογιστές (iPhone, G1), τα notebooks συρρικνώθηκαν σε netbooks, οι φωτογραφικές μηχανές απέκτησαν δυνατότητες HD video, οι εύκαμπτες οθόνες ήρθαν το 2010, διαδόθηκε το GPS σε gadgets.

Κάθε μέρα καλπάζει και όσο και να τρέχουμε είναι αδύνατο να την προλάβουμε.
Έτσι για τον "μικρό " μου 9μήνες στον Στρατό χωρίς net ήταν μεγάλος χρόνος ώστε να μείνει πίσω Βρήκε ελεύθερο το internet και άρχισε να κατεβάζει προγράμματα για την δουλειά του που πρίν απαιτούσαν αρκετά χρήματα να τα προμηθευτεί τώρα ήταν ελεύθερα.
3μέρες δούλευε το p/c μου ασταμάτητα.Πάω την 4η το πρωί α ρίξω μια ματιά στ'armenaki μαύρη οθόνη esc έγραφε για συνέχεια πατούσα esc τίποτα,μουλάρωσε το μηχάνημα.
Τ'αφησα όπως ήταν και περίμενα το "μικρό" να βάλει το χέρι του που κατέχει πλήρως τα δικτυακά.
Εν τω μεταξύ άκουσα ένα θόρυβο μεγάλο αλλά δεν έδωσα σημασία γιατί δεν φαντάστηκα ότι προερχόταν απ'το p/c.
Βάζει τα μαγικά του χέρια και μου ανακοινώνει:
-Δεν αναγνωρίζει τον σκληρό.
Κόκκαλο εγώ!
-Πάνε όλα τα προγράμματα και τα δεδομένα μου?
-Όλα και αυτά που κατέβαζα 3μέρες.
-Δεν βαριέσαι λέω τα δικά μου είναι σε άλλο δίσκο τα'χω νοικοκυρεμένα στον Ε!
-Δεν κατάλαβες ο ίδιος δίσκος 500αρης χωρισμένος στα 2, τα χάσαμε όλα!
Εκεί μου 'ρθε "νταμπλάς"!
-Το χάσαμε το κορμί δηλαδή??
-Οι φωτό μου,τα προγράμματα,σεμινάρια,εργασίες όλα καπνός??

Και έπεσα σε βαθιά μελαγχολία!Σε μια κλωστή δηλαδή σκέπτομαι κρέμονται όλα! Αυτά είναι τα καλά της τεχνολογίας μας.Όλοι κόποι τόσων χρόνων χαμένοι?
Το φυσάω και δεν κρυώνει!Και να φανταστεί κανείς ότι με τους κλασσικούς τρόπους είχα και 30 χρονών φώτο και κείμενα.Ξαφνικά όλα κατέρρευσαν και μένω κενή χωρίς παρελθόν χωρίς μέλλον...
Και άρχισαν οι θεωρίες!
-Στην κατάψυξη να τον βάλεις
-Δίπλα στα καλαμάρια? Μήπως στο φούρνο με το παστίτσιο είναι καλύτερα λέω εγώ!
Ευτυχώς ο "μικρός" είναι γνώστης της τεχνολογίας και μπαίνει στο net από το άλλο p/c βρίσκει πρόγραμμα επαναφοράς δεδομένων του σκληρού δίσκου.
Βάζει το "κορμί" στην εντατική για 18 ώρες να περάσει απο ακτινογραφία.

Μου βάζει στο δικό μου νεκρό τo ubuntu να μπορώ να μπαίνω internet μη τρελαθώ κιόλας!
Μένω έκπληκτη καθώς μ'ενα cd μόνο έχεις τη δυνατότητα να μπείς στο net και να κάνεις εργασίες χωρίς κανένα άλλο πρόγραμμα.
Και μου λέει σε μια διακοπή που έκανε να δει πως πάει το "κορμί" ότι βρήκε τα προγράμματα που κατέβασε πρόσφατα.
-Πες του να ψάξει πιο βαθιά να βρει και τα δικά μου.
Τελικά δεν είναι και τόσο κακή η Τεχνολογία ευελπιστώ τις επόμενες ώρες να 'χω και τα δικά μου προγράμματα και νά'μαι πάλι στ'αγαπημένα μου.

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

Χαίρεται ..."τα νιάτα" της!!

Κάποια απογεύματα επισκέπτομαι την μητέρα μου για να περνάει η ώρα.
Είναι μια βασανισμένη γυναίκα αρκετών χρόνων που το πείσμα και η δυνατή θέληση του Αιγόκερου την κρατά να μένει μόνη, μη δίνοντας σε κανένα τη χαρά να λέει ότι την φροντίζει.
Σε απόσταση αναπνοής η αδελφή μου με τα δίδυμα της να της προσφέρει μηδαμινή βοήθεια, περισσότερο ασφάλεια.
2-3φορές την εβδομάδα περνάμε τ'απογεύματα μαζί τους αν και προβλήματα κινητικά έχει απίστευτο χιούμορ και αυτοσαρκάζεται,απολαυστική.. αν έχει κέφια.
Έχει περάσει τα 80 εκτός απ'το κινητικό της πρόβλημα είναι απίστευτα γερός οργανισμός έχει απίστευτη διαύγεια μνήμης Θυμάται όλα τα τηλέφωνα της οικογένειας δεν πίνει ούτε ένα χάπι ενώ εγώ καθημερινά παίρνω 2.
Όταν αναφερόμαστε στα χρόνια για κείνη έχει σταματήσει ο χρόνος!
Για κάποια 10ετία είχε κολλήσει στα 33, δεν ανέβαινε ούτε μήνα για χρόονια!
Όταν έφτασαν τα παιδιά της τα 30 αποφάσισε να μεγαλώσει κανένα χρόνο.
-Πότε έγινες εσύ τόσο?
-Μα όλο μεγαλώνετε εσείς και προσπαθείτε να με φτάσετε, λέει γελώντας.
-Μα είδες ένα περίεργο πράγμα!
-...νακι πως σκοτώνεις τώρα την ώρα σου τώρα που δεν δουλεύεις?Με ρωτά!
-Τι εργόχειρο κάνεις?
Μας είχε μάθει από μικρά να μην μένουμε ούτε λεπτό χωρίς ν'αξιοποιουμε τον χρόνο μας.
Εκείνη έπλεκε ασταμάτητα και έπρεπε να ακολουθούμε τ'αχνάρια της με κεντητά και πλεκτά.
-Τίποτα !δεν έχω κόρες να παντρέψω μάνα οι νύφες ας φέρουν τα προικιά τους.
-Κάνει εργόχειρο στο p/c .απάντησε ο Γιώργος.
-Όλη μέρα εκεί είναι! με καρφώνει!
-Σπαταλάς τις ώρες σου μ'αυτό τον διάλο??
Βούβα εγώ τι να πω?

Όλοι είναι τηλεκανάληδες απ'την μάνα μέχρι τ'ανίψια μ'ολη την σημασία της λέξης.
Η τηλεόραση απ'τα χαράματα ανάβει και κλείνει αργά το βράδυ.Η δε μάνα μου και όλη τη νύχτα αναμμένη την έχει της κρατά συντροφιά..λέει.
Η αλήθεια είναι ότι για χρόνια είναι η μοναδική της παρηγοριά,καθώς έχει χρόνια να βγεί απ'το σπίτι της γεμίζει τις ώρες όταν είναι μόνη.
Πρωινός αγαπημένος της ο Αυτιάς που τον ακούει με μεγάλη προσοχή και ενημερώνεται για τις περικοπές της σύνταξής της και τα επιδόματα.
Και το βράδυ αφοσιώνεται στον Παπαγιάννη που τον παρακολουθεί ανελλιπώς.
Πολλές φορές μαθαίνω και νέα που δεν πρόλαβα να ενημερωθώ, η μάνα καθημερινώς παρακακολουθεί τον Παπαγιάννη μιας και του'χει ιδιαίτερη συμπάθεια.
Και μην τολμήσεις να της πείς κακό γιαυτόν θα σε κάνει εχθρός της.Για τον υιό της μπορεί να δέχεται άσχημα σχόλια αλλά για τον Παπαγιάννη ούτε κουβέντα.
Θέμα συζήτησης τα νέα της sow bizz απ'τις κουτσομπολίστικες εκπομπές και το χειρότερό μου οι περιλήψεις της αδελφής μου απ'τα καθημερινές οθωμανικές σειρές μου κάνουν τα νεύρα κρόσσια.
Πίνω το τσίπουρο η αδελφή και η μάνα αρχίζουν την ενημέρωσή μου τις ειδήσεις της sow bizz που έχουν ακούσει απ'τα μεσημεριάδικα και ενώ είμαι εκεί και βαριέμαι αφάνταστα το μυαλό ταξιδεύει σ'αλλη γη σ'αλλα μέρη,και πότε πότε λέω κανένα ναι?? για να δείχνω εντυπωσιασμένη.

Πριν ένα μήνα είχε φαγωθεί να της γράψουμε τον Καρά σε κασέτα στην "Πριγκιπέσσα " να τον ακούει, εγώ δεν είχα ιδέα ότι το'χει κυκλοφορήσει και ο Καράς και επέμενα ότι τον Μάλαμα θέλει.
-Οχι τον Καρά! και μου τραγουδούσε τους στίχους.
Αντε να της εξηγήσεις ότι δεν υπάρχουν πια κασέτες και κασετόφωνα και τα τραγούδια πια είναι σε μορφή mp3.
Τελικά επειδή δεν καθαρίζεις με την επιμονή της μάνας:
-Μια χάρη σας ζήτησα και δεν με υπολογίζετε ....
Δεν σε ξεπλένει ούτε ο Δούναβης αν σε πιάσει στο στόμα της που δεν της έκανες χάρη
Πείρε το cd του Καρά η αδελφή, της έδωσε και ένα cd player της μικρής και ω χαρά ...η μάνα...

Και εκεί που είμαστε απόγευμα στην βεράντα είχαν τελειώσει και οι ειδήσεις του STAR και του ALTER η μάνα ήθελε ν'ακούσει Καρά.
Αντε να μου βάλεις λέει της μικρής την "Πριγκιπέσσα" !
η μικρή την κινέζα....
Τώρα ρε μάνα της λέει η αδελφή θα αρχίσει το Τούρκικο.
-Κοίτα που δεν μ'αφήνει να χαρώ νιάτα!μου λέει η μάνα ,κόκκαλο εμείς.!
Και φεύγει κούτσα-κούτσα μπαίνει μέσα και βάζει την "Πριγκιπέσσα" στη διαπασών, ανάβει και ένα τσιγάρο και τον απολάμβανε ώσπου ν'αρχίσει ο Παπαγιάννης.


Στο μεταξύ η αδελφή αφοσιωμένη ολοκληρωτικά στον Ονούρ να βράζει στο ζουμί της που αναγκάζεται ν'ακούει και τον Καρά συνάμα εμείς να ακούμε την "Πριγκιπέσα" και να χαίρομαστε την μάνα που μπορεί και χαίρεται τα νιάτα της!
Θέλεις "τσιγαράκι " γυρίζει και μου λέει ενώ ξέρει ό,τι το'χω κόψει εδώ και 6χρόνια.
-Φέρε ρε Μάνα να σου κάνω παρέα να χαρείς τα νιάτα σου!

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

Γιούρα..(4)

Με ένα γράμμα που με συγκίνησε θα κλείσω την αναφορά μου στα Γιούρα.

4χρόνια στερήθηκε η κόρη την μάνα Σεβαστή σαν πολιτική κρατούμενη στις φυλακές Αβέρωφ.
Και αυτό ποτέ  δεν το συγχώρεσε.
Η Σεβαστή λέει:
"Η κόρη μου,είπε ως και τα σαράντα της χρόνια δεν μου το συγχώρεσε που έλειψα από κοντά τους όλα τα χρόνια της φυλακής και μου φέρνονταν πάντα πολύ εχθρικά.Μόνο ύστερα από μία -πρώτη-τυχαία συνάντηση που είχε με την Ανατολή-μια άλλη συγκρατούμενή μας αγαπητή μας-και της είπε πως ήμαν εγώ στη φυλακή μου που με αγαπούσαν όλες για το κέφι μου και με υπολόγιζαν για όλη την στάση μου,άλλαξε η κόρη μου εντελώς κι απότομα,έγινε παιδί μου και τώρα είμαστε πολύ φίλες.
Η Σεβαστή εκτός από το 1946 που έμεινε μερικούς μήνες φυλακή,πιάστηκε το 1948 κι έμεινε φυλακή ως το φθινόπωρο 1955.
Η κόρη της Νίκη,στο σχετικό γράμμα της, δίνει πώς το παιδί έζησε αυτήν την απουσία της Μητέρας και την αλλαγή.
Απείραχτη η ορθογραφία και η μορφή στο γράμμα όπως το έγραψε.Γιατί εκείνο τον καιρό άφησαν κι αγράμματο το Λαό μας, τις νέες γενιές.

 Θεσ/νίκη. 20-6-89

Από πολή μικρή ένιωσα την έληψη τής μάνας μου. Όταν αρχησα να καταλαβένω οτι κάτι συμβένει γιατί μέ κρατούσε ή γιαγιά μου ή μάνα τής μανας μου, πού μέναν στο χωριό, δεν ξεχνώ πως πάντα έρχώταν ή μάνα μου νοίχτα γιά νά μέ βλέπει, καί πού την κατεβάζαν στο ύπόγειο κρηψώνα, νά ϊδοθούμαι, καί με ερμηνέβαν δτι δέν ήδα τή μαμά. Φισικά εύευγε χωρίς να καταλάβω πότε, γιατί άν την βλέπαν τά θεριά θά πήγενε ή στόν τάφο, ή φυλακή. Γιά λίγο καιρό μέ πήραν καί εμένα στίς Σέρρες πού μέναν, αλλά πολύ γρήγω τέλη του 46. τους κλήσαν φυλακή. Με πήρε παλι ή γιαγιά μου, σέ λίγους μήνες άποφυλακίστικαν μέ πήραν πάλι κοντά τους. Αλλά Αλήμονο, αυτή ή γλυκήτητα τό νασε κοντά στος δικούς σου δέν κράτισε πολή. Καί στά 3 μου χρωνια που ήταν δράμα ξαναχάνω τή μάνα μου. Να πώ στό σπίτι στός Σέρρες μας πρώσεχε ή ογδοντάχρωνη μανα τοΰ μπαμπά, φισικα δηλητιριάζοντάς μας πάντα. Τί μάνα είναι αύτή, πού κάθεται γιά τό τίποτε, δέν σας αγαπάει καί τ.λ. Επή 1 χρώνο τήν είχαν στίς φυλ Σερρών σχεδόν στη γυτονιά μας. Αλά αλήμονο όλλα τά παιδάκια τα δήναν στης μάνες, έμάς όχι. Πολλές φωρές τήν βλέπαμε από τήν κληδαρότρηπα. όταν τίς είχαν στό προάυλιο!!

Είμουν 4ον-χρώννων, και 3. ό αδερφός μου Πού παρακολουθήσαμε τό Τό Στρατοδικείο πού τή δήκασε σέ θάνατο!.. Είχε καί ένα καλό, είδαμε τή μάνα μας ολόκληρη ύστερα άπό ένα χρώνο. Ξέχασα νά πώ μας πήγαν πρίν ένα χρώνο πού τήν είχαν στήν Ασφάλεια είταν βαρής χειμόνας μας βγάλαν κάλτζες παπούτσια, γία νά πιέσουν φένετε τή μάμά Αργότερα κατάλαβα δτι το έγκλημά της είταν πού πολέμησε τούς Καταχτιτες. Φησικά μετά τήν Καταδήκη σέ θάνατο τούς μεταφέρανε στόν Αβέρωφ. Η τραγωδία γύνετε πιό μεγάλη πού ή παιδική μ^υ ψυχή δέν τήν αντέχει πιά Ενώ ό Αδερφός μου πούνε μικρότερος ότζαλώνεται χορίς νά λέει λόγια, κάνοντας όνοιρα πώς θά εκδηκηθέι αύτούς πού τόσα κακά μας κάναν, εγώ άντήθετα παρακολουθώντας τους τριγήρω μου αρχήζω νά αμφηβάλω γιά τήν αγάπη της. Δηστηχος τίποτα άλλο δέν άκουγα άπό τό νά λέν, τί είναι βρέ καί δέν κάνει τή θησία γιά τά παιδάκια της,και πώς σκεύτεται μόνον τον εαυτό της.κ. τ. λ.



 Αφήνω πού μάς λέγαν δτι την Εκτελέσανε, μας φωνάζαν τά ορφανά. Σάν παιδάκια πού παίζαμε μάς βρήζαν Βουλγαράκια κομουστάκια, ή Μάνα σας φώνησα. δέν θά τη ξαναδητε τη βουλγάρα καί τέτια. Η δηστιχία στό σπίτη νά πληρώνουν δηκιγόρους στερρώντας μας καί τό ψωμάκη, γιά νά σώσσουν τη ζωή της μανας μου, πού μέναν στο χωριό, δεν ξεχνώ πως πάντα έρχώταν ή μάνα μου νοίχτα γιά νά μέ βλέπει, καί πού την κατεβάζαν στο ύπόγειο κρηψώνα, νά ϊδοθούμαι, καί με ερμηνέβαν δτι δέν ήδα τή μαμά. Φισικά εύευγε χωρίς να καταλάβω πότε, γιατί άν την βλέπαν τά θεριά θά πήγενε ή στόν τάφο, ή φυλακή. Γιά λίγο καιρό μέ πήραν καί εμένα στίς Σέρρες πού μέναν, αλλά πολύ γρήγω τέλη του 46. τους κλήσαν φυλακή. Με πήρε παλι ή γιαγιά μου, σέ λίγους μήνες άποφυλακίστικαν μέ πήραν πάλι κοντά τους. Αλλά Αλήμονο, αυτή ή γλυκήτητα τό νασε κοντά στος δικούς σου δέν κράτισε πολή. Καί στά 3 μου χρωνια που ήταν δράμα ξαναχάνω τή μάνα μου.


 Να πώ στό σπίτι στός Σέρρες μας πρώσεχε ή ογδοντάχρωνη μανα τοΰ μπαμπά, φισικα δηλητιριάζοντάς μας πάντα. Τί μάνα είναι αύτή, πού κάθεται γιά τό τίποτε, δέν σας αγαπάει καί τ.λ. Επή 1 χρώνο τήν είχαν στίς φυλ Σερρών σχεδόν στη γυτονιά μας. Αλά αλήμονο όλλα τά παιδάκια τα δήναν στης μάνες, έμάς όχι. Πολλές φωρές τήν βλέπαμε από τήν κληδαρότρηπα. όταν τίς είχαν στό προάυλιο!! Είμουν 4ον-χρώννων, και 3. ό αδερφός μου Πού παρακολουθήσαμε τό Τό Στρατοδικείο πού τή δήκασε σέ θάνατο!.. Είχε καί ένα καλό, είδαμε τή μάνα μας ολόκληρη ύστερα άπό ένα χρώνο. Ξέχασα νά πώ μας πήγαν πρίν ένα χρώνο πού τήν είχαν στήν Ασφάλεια είταν βαρής χειμόνας μας βγάλαν κάλτζες παπούτσια, γία νά πιέσουν φένετε τή μάμά Αργότερα κατάλαβα δτι το έγκλημά της είταν πού πολέμησε τούς Καταχτιτες. Φησικά μετά τήν Καταδήκη σέ θάνατο τούς μεταφέρανε στόν Αβέρωφ. Η τραγωδία γύνετε πιό μεγάλη πού ή παιδική μ^υ ψυχή δέν τήν αντέχει πιά Ενώ ό Αδερφός μου πούνε μικρότερος ότζαλώνεται χορίς νά λέει λόγια, κάνοντας όνοιρα πώς θά εκδηκηθέι αύτούς πού τόσα κακά μας κάναν, εγώ άντήθετα παρακολουθώντας τους τριγήρω μου αρχήζω νά αμφηβάλω γιά τήν αγάπη της. Δηστηχος τίποτα άλλο δέν άκουγα άπό τό νά λέν, τί είναι βρέ καί δέν κάνει τή θησία γιά τά παιδάκια της,τουλάχηστον.
"Ολλα αύτά μού φώλιασαν μήσος ντρέπωμαι πού τό λέω, γιανάμαι υληκρηνής μόνο στά 45 μου χρώνια σηνήλθα από το μήσος μου για τή μανούλα μου, Καί αυτό τό δφήλω> στή συνάντηση μου με μία συγκρατούμενή της Αννατολή Τριανταφιλήδου. Σά νά άνοιξαν οί ούρανοί καί μου διέλησαν τό σκοτάδη από το μιαλό μου. Δέν ξέρω πως, ενώ πάντα στό σπίτη μας έρχώντουσαν τέτιες παρέες, άλλά Ίσως νά όρήμασα έκείνη τήν ώρα. Αρχησα νά ούρλιάζω νά σχηζω τά ρούχα μου ν' αγγαλιάζω όλες καί νά φωνάζω γρήγωρα φέρτε μου τή μάνα μου. Αυτή ή στηγμή δέν νομήζω νά περηγραφεΊ τόσο εύκολα ' Οπως φισικά δέν περηγράφωτε καί αυτά πού περάσαμε ός τό 80. καί μετά τήν άποφυλάκησή της. Κάθε τόσω χωροφύλακας (να περάστε από τήν Ασφάλια κι αλα) Δουλεία κανένας μας δέν μπορούσε να πιάσει γιατί άπηλούνταν ό έργοδώτης. Καϊμένη μάνα νοίχτα μέρα εκανε εργόχειρα μέ σαΐτα καί τά πούλαγε στίς πλούσιες γιά νάχωμαι ψωμάκη. Πηστεύω ώμως ή άρρωστή πιά μά κή ή μεγάλη καρδιά της νά μέ συγχωρήσει
Αύτά φισικά εν ολήγης... Μπακιρτζίδου Νίκη Απώλωνως 7. Εύοσμος

Το γράμμα και οι μαρτυρίες των κρατουμένων είναι απ'το βιβλίο της Ελένης Φαλιάγκα-Παπανικολάου
"νήσος Γυάρος Γιούρα" απο τις Εκδόσεις: Απο φωτιά και από σίδερο στο τέλος του βιβλίου υπάρχει λίστα με τα ονόματα των φυλακισμένων εξορίστων Αντιστασιακών 1967-1974!

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2010

Τα Γιούρα ..(3)

                          Οι ωραίοι..
Σε κάποια συνέντευξη ένας κρατούμενος μιλά για την γυναίκα του την οικογένειά του και λέει:
-Δεν μπορώ να την ξεχάσω κορίτσια τη γυναίκα μου.
"Πάλι θα σε πάρουν?:" είπε.
Κι έτσι δα στάθηκε κορίτσια κι έτρεχαν τα δάκρια απο τα μάτια της.
"Πάλι είπα.
Ήρθαν.Πήγαινε ν'ανοίξεις."
Ανοιξε μπήκαν δυό.
-Γυναίκα.Κάνε καφέ στα παιδιά, είπα.
-Αντε,είπε ο ένας.Αυτά να σου λείπουν.Εμπρός πάμε.
-Ε!όχι του λέω.Δεν πάμε.Ετσι δεν πάμε.Δε θα με ρεζιλέψεις εσυ στην γειτονιά να με πάρεις με τις πυτζάμες.Θα περιμένεις να ντυθώ .
Ετσι κι έγινε.Περίμεναν.Ντύθηκα.Τα παιδιά μου με χαιρέτησαν.Η Λευτερίτσα μου μ'αγκάλιασε.
 Η γυναίκα μου είπε!"Ωρα καλή"
Κι έτρεχαν δάκρια απο τα μάτια της.(Και δείχνει με τα δάχτυλά του πως τρέχαν τα δάκρυά της.)
Καθώς πήγαινα.Γύρισα πίσω το κεφάλι.Στεκόταν στην πόρτα.Κι έτρεχαν τα δάκριά.Δεν μπορώ να το ξεχάσω αυτό κορίτσια.
-Ηταν η γυναίκα κορίτσια κι έκανα εγώ τον αγώνα.Το σπίτι μου αυτή το βάσταξε.Και τον δικό μου αγώνα αυτή τον βάσταξε και τον βαστάει.Τριάντα δυό χρόνια είμαστε παντρεμένοι,τριάντα δυο μέρες καλές δεν είδε από μένα.Οχι από άλλο κορίτσια,αλλά απο τον αγώνα.Μια κουβέντα απ'αυτή δεν άκουσα.Εικοσιτρια χρονών ήμαν.Κι αυτή δεκαοχτώ.Αγαπηθήκαμε.Το είπα στην αρχή.Τίποτα δεν έκρυψα "Εγώ,της είπα,είμαι κομμουνιστής.Μπορεί να με πιάσουν.Να πάω φυλακή.εξορία.Χρόνια μπορεί να μην είμαι κοντά σου.Σκέψου το καλά,της είπα,πριν προχωρήσουμε."
-"Δεν έχω να σκεφθώ.Εσύ είσαι για μένα."
Το πως παντρευτήκαμε.Μια νύχτα .Σε μια ξένη κάμαρα.Μ'ενα παπά.Εγώ,για,κιντύνευα.
Είπαν οι δικοί της "Μη μείνει έτσι."
Γιατί τότες κορίτσια δεν την έπαιρνε άλλος."Ήταν αραβνιασμένη" ,σου λέει .Παρατημένη θαρρούν.
Το πρωί ξημέρωμα έφυγα.Τέσσερα χρόνια να την ξαναδώ έκανα.

-Το σπίτι μου υπέφερε κορίτσια.Χτήματα είχα στο χωριό πολλά.Αλλά κίνδυνος .Πώς να πάει η γυναίκα?Μια χρονιά τη βοήθησαν στο χωριό συγγενείς,τέσσερα στρέματα καπνό έβαλαν γι'αυτήν.
Ήταν να πάρει το πρίμ η γυναίκα.Μια εξουσιοδότηση ήθελε από μένα.'Ηταν στ'ονομά μου για.
Στέλνει την εξουσιοδότηση στον Αη Στράτη κι ήθελα να βεβαιώσει η Διοίκηση την υπογραφή.Εγώ τότες είχα πολύ αδυνατίσει.Δεν γνωρίζομαν αυτός ήμαν (Γελάει θλιμένα,κουνάει το κεφάλι.)
Να έτσι δα(Δείχνει -λιγνός -σαν το δάχτυλο) Δέμα για επιταγές δεν έπαιρνα.Ρούχα δεν είχα.
Τ'αντάρτικο παντελόνι είχα ακόμα.Κι αυτό έλιωνε και σιγά -σιγά έκοβα τα ρεβέρ και κόνταινε, πήγε δω, πήγε στο γόνα, πήγε παραπάνω, τι είχε μείνει? Κι ένα πουκάμισο, τα μανίκια του πολύ κοντά έγιναν.Πώς ήμαν κορίτσια!(Κουνάει το κεφάλι σα να βλέπει τον εαυτό του κάτι απίστευτο)
Ανεβαίνω τα σκαλιά πώς τ'ανέβηκα.Χτυπάω την πόρτα.Μπαίνω .
Στεκόταν ο διοικητής -κι άλλοι-
Κουβέντιαζαν.
Γυρνάει.Κοιτάει.
"Τι είσαι εσύ?" λέει.
Του λέω:"'Ηρθα να θεωρήσετε την εξουσιοδότηση .",
"Εχεις και γυναίκα?" κάνει.
"Εχω ","Βρε έχει και γυναίκα!Βρε κυτάτε τον έχει και γυναίκα!....Βρε για κυτάτε έναν άντρα!Εχει και γυναίκα!." Και γύριζε γύρω γύρω και με κοίταζε απ'ολες τις μεριές και'γω στεκόμαν,κορίτσια.
"Βρε έχεις και παιδιά?"
"Εχω τρία κορίτσια"
"Βρε για κοιτάτε έναν άντρα που'χει γυναίκα και παιδιά.Φτου σου χαμένε.Τιποτένιε!Φτου σου".
Εμένα κορίτσια!Εμένα! Που όχι να σας πω τι ήμαν!...Δεν κάνει να μιλάει κανένας για τον εαυτό του,μα το φέρνει η ώρα.(Τον κοιτάς και τον λιμπίζεσαι και στα πενήντα πέντε του.Ψηλός,ωραίος,καλοκαμωμένος,καθαρός , λαμπικαρισμένος).
Πώς κρατήθηκα κορίτσια!Πώς κρατήθηκα.Πήρα το χαρτί.κατέβηκα εκείνες τις σκάλες κι ήταν έτσι δα απότομες.Πώς δεν κυλίστηκα να τσακιστώ.Δεν έβλεπα που πάταγα.Κι έφτασα στη σκνή και τότε ξέσπασα .Εβρισα,έβρισα έβρισα"Τί το έστελνε, είπα, αυτό το χαρτί.Πόσα θα έπαιρνε. Ποτέ να μήν τάπαιρνε.Τέτοιον εξευτελισμό.Για ένα πεντακοσάρικο!"Τι έφταιγε η δόλια.Τι ήξερε.Κι είχε κι άνάγκες.Τρία παιδιά κι η Λευτερίτσα μου το μικρό μου το μωρό.



                        Ο Μπάρμα Γιάννης
-Πόσα παιδιά έχεις Μπάρμπα Γιάννη?
-Είχα πέντε.
-Στην άλλη εξορία,ήμασταν μια παρέα.
Οι άλλοι τότε ήταν "λεύτεροι".Παιδιά.
Εγώ ο καημένος έπαιρνα τα γράμματα των παιδιών μου και κάθομαν παράμερα και τα διάβαζα πικραμένος.Εκείνοι γελούσαν.Είχα και τις φωτογραφίες των παιδιών μου κολλημένες στον τοίχο πάνω από το προσκέφαλο.Τώρα ο καθένας απ'αυτούς άλλος ένα κι άλλος δύό,ο γαμπρός μου και οι άλλοι,όλη η παλιά παρέα,βγάζω το άχτι μου.
"Άντε τώρα,τους λέω.Κοροϊδεύατε τότε.Πώς σας φαίνεται?".
"Δεν μας παρατάς Μπάρπα -|Γιάννη ",μου λέν.
Γελάει πικρά ο Μπάρμα -Γιάννης όταν τα λέει.
Τώρα όσο πάει και γίνεται πιο πικρό το βλέμμα του.Τα τελευταία νέα απ'το σπίτι του δεν είναι ευχάριστα.Του έγραψαν για τον εγγονό ότι πιάστηκε και βασανίστηκε.Δεκαεφτά χρονών παλικάρι.
Τώρα στο Ασκληπιείο.
"Το διέλυσαν, του γράφουν.Μεγάλη μπόρα." Με καμάρι το λέει. Το είπε στην αρχή.
"Εμειασε του παππού του." του γράφουν.Ναι καμαρώνει.

Μα από τότε άρχισε φαίνεται να πονάει για το πονεμένο του παιδί , το εγγόνι του.
Καημός του,φαίνεται τ'αγόρι.Τέσσερα κορίτσια κι ένα αγόρι είχε.
Ο,τι γύρισε απ'την άλλη εξορία.Οδηγούσε τ'αυτοκίνητό του για μεταφορές στο πρατήριό του.
Από απέναντι άλλος.Αδερφικός φίλος. Σύγκρουση.Στον τόπο το αγόρι του.
-Ήθελα να αθωώσω το φίλο.
"Δεν θα πάρεις την αποζημίωση", είπε ο Πρόεδρος.
Τον δίκασαν έξι μήνες.Έδωσα και ένα κατοστάρικο στην γυναίκα του να πάρει τσιγάρα.
Χρόνια.....

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Τα Γιούρα ..(2)

Μαρτυρίες κρατουμένων στα Γιούρα!

Ορέστης Παπαδάτος,Κάτεργο της Γιούρας 1947-1950.Προσωπικές αναμνήσεις:Αθήνα 1984,27:
Και αρχίζει το καράβι κάτεργο ρίχνοντας την πόρτα να βγάζει κατεργίτες στα άγρια παράλια.Να βγάζει ζευγάρια ζευγάρια με αλυσίδες.Ήρθανε τα πολυβόλα.'Ήρθανε οι πάσσαλοι.Πληθύνανε τα ρόπαλα. Ο σιδερένιος αγκαθωτός βούρβουλας.Τα μαστίγια από τα βούνευρα.Και άρχισαν να μας χτυπάνε καθώς βγαίναμε.Φορτωμένους με τη μεγάλη μας καρδιά. Και άκουγες φωνές και όλο φωνές και όλο ρόπαλα.



30:Τώρα που έφεξε στους ορίζοντες φαίνεται πιο καλά η αγριάδα της Γιούρας.
Και όλα φαντάζουν όγκοι.
Και όλα φαντάζουν πελώριοι όγκοι.Σαν φρικιαστικά παιδικά παραμύθια,που μας έλεγαν παλιά να μας φοβίσουν.
36:Και αρχίζει το μαρτύριο της έρευνας.Κόβονται σκοινιά.Λύνονται μπόγοι.
Σκίζονται τσουβάλια,
σάκοι,χαρτόκουτια.
Ψάχνουν στις τσέπες,στο σώμα,στα μηριά,παντού όπου υπάρχει κάποια πιθανότητα.Σε κάνουν να σιχαίνεσαι τον άνθρωπο για το στερνό του κατάντημα.'Όλα τα απλώνουν στην πλα
γιά στα μονοπάτια.Γίνεται μια ψεύτικη λαϊκή αγορά.Από όλων των ειδών τα ρούχα.Από όλων των ειδών τα χρώματα.Τα σηκώνει ο άνεμος που φυσάει δυνατά.Τα σπρώχνει εδώ .Τα σπρώχνει εκεί.Τα σπρώχνει προς τα κάτω.Προς τα πλάγια.Τα πάει δεξιά και αριστερά.Τα μεταφέρει σε όλους τους ορίζοντες.Γίνεται μια αναρχία.Και ανακατεύονται οι μπόγοι με το κυνηγητό Και πέφτουν ρόπαλα πάνω μας Και πέφτουν όλο πέφτουν απανωτά.Και μενουν τα ρούχα μόνα στην πλαγιά.Και έρχεται άνεμος,τα παίρνει,τα σκορπίζει.Έρχονται φύλακες και παίρνουν Και οι χωροφύλακες με ευκολία διαλένε.Το πλιάτσικο δίνει και παίρνει τις πλαγιές.Έρχεται ο άνεμος και τα ανεμίζει.Και γίνονται όλα ένα σώμα.Και γίνονται όλα μια λαϊκή αγορά.Και γίνονται όλα ένας μπόγος,που ποιος γνωρίζει τα δικά του, ποιος τα ξένα.Και ποιόν τον μέλει μέσα στα βασανιστήρια και στη φρικτή απάνθρωπη τρομοκρατία,ποια είναι η πετσέτα η δική του.Ποιο το μαντήλι, που στο μπόγο κουβαλάει.Όλα σε μας είναι ανακατεμένα,όλα τα δικά μας και του καθενός.

Γιώργος Πετρής,Γιούρα.Υπόμνημα κρατουμένων προς τον υπουργό Δικαιοσύνης της Κυβέρνησης Πλαστήρα:Αθήνα,Γνώση 1984,26:
Μια άλλη δουλειά που δούλεψα με κέφι ήταν οι καντίνες.Από νωρίς διαπιστώσαμε πως έρχονταν πολλλά λεφτά με το ταχυδρομείο στα Γιούρα από συγγενείς των κρατουμένων, που ποιός ξερει με τι προσπάθειες και στερήσεις τους τα έστελναν ταχτικά.Τα πράγματα που μπορούσαν να αγοράσουν μ'αυτά,ήταν λουκούμια και σοκολατάκια, κανένα χαρτοφάκελο και καμμιά χτένα, πράγματα άχρηστα που δεν πρόσθεταν τίποτα στο άθλιο συσσίτιο,που μαζί με τ'άλλα είχε ελάχιστο λάδι κι αλάτι!

Συνεννοηθήκαμε μια ομάδα, ήρθαμε σ'επαφή και μ'έναν έμπορο της Σύρας,που είχε τα μέσα,και πετύχαμε να μας φέρνει τρόφιμα χρήσιμα,που μπορούσαν να μας γλιτώσουν απ'τον αφανισμό,που οπωσδήποτε θα καταλήγαμε απ'τις στερήσεις και τη βαριά δουλειά.Φέρναμε λάδι,σύκα ξερά,αλάτι, κλωστές για να μπαλωνόμαστε και στάμνες για ν'αποθηκεύουμε λίγο νερό,που τύχαινε να μας φέρει καμιά υρδοφόρα απ'τα γύρω νησιά.
Γιατί τα Γιούρα είχαν ένα-δύό πηγάδια κοντά στη θάλασσα, μα το νερό τους ήταν γλυφό και δεν έκανε ούτε για να πλυθείς ούτε να πιεις. Ανάμεσα φέρναμε και κανένα ψωμί, μα συνήθως ήταν χαλασμένο απ'τον ήλιο και βρομούσε αφόρητα.Εκεί έμαθα πόσο άσχημο πράμα είναι ένα χαλασμένο ψωμί,δεν τρώγεται με κανένα τρόπο.Να το βλέπεις φρέσκο και καλοψημένο, και να είναι αδύνατο να το φας,όσο πεινασμένος κι αν είσαι. Φυσικά κι αυτό,χαλασμένο ή όχι,έμπαινε στο λογαριασμό.
Δημιουργήθηκε όμως κι ένας νέος μπελάς.
Έπρεπε να βρούμε τρόπο να προφυλάγουμε τα ψώνια που φέρναμε,γιατί μόλις τα ζύγιαζε ο προμηθευτής και μας τα παράδινε,χυμούσαν απάνω τους κάθε λογής τρωκτικά και τα ξάφριζαν μπροστά στα μάτια μας.Τα πληρώναμε ακριβά στον προμηθευτή,και με το ξάφρισμα η τιμή τους διπλασιαζόταν.Κατέβαινε μια ομάδα κρατούμενοι,αποφασισμένοι για τις ματσουκιές που θ'άρπαζαν,πλήρωνα τα είδη και τα πασάρανε μέσα απο τα συρματοπλέγματα σε άλλους που τα περίμεναν για να τα φέρουν στη σκηνή,όπου στεγαζόταν η καντίνα μας.
Εξασφαλίστηκαν έτσι μερικά τρόφιμα, κι ώς ένα σημείο σταμάτησε κι η αβιταμίνωση που μας έδερνε.Σιγά -σιγά βρέθηκε τρόπος ν'αποκτήσουν καντίνες και άλλοι όρμοι ,δηλαδή κι άλλες πτέρυγες της φυλακής,κι έτσι διασκεδάστηκαν κάπως η πείνα κι οι τρομοκρατικές ελλείψεις,που σημαδεψαν τη ζωή στα Γιούρα,τους πρώτους κυρίως μήνες της λειτουργίας τους.Βέβαια πολλοί έβγαζαν από κει λεφτά, μα κι εμείς δεν κινδυνεύαμε να πεθάνουμε απ'την πείνα.Εμειναν όμως ως το τέλος οι μεγάλες περίοδες πείνας και δίψας,όταν είχε μεγάλη φουρτούνα και τα μικρά ιστιοφόρα ήταν αδύνατο να πλησιάσουν τις απότομες ακτές,για να μας τροφοδοτήσουν.Θυμάμαι που μια φορά ο αποκλεισμός αυτός βάσταξε παραπάνω απο μια βδομάδα και το μόνο που μας έδιναν να φάμε ήταν μια κουταλιά ζουμί με λίγες φακές,φυσικά χωρίς αλάτι και λάδι.
Οι ηλικιωμένοι κι οι άρρωστοι έπεσαν στο στρώμα.
Ένα ελικόπτερο έφερνα τρόφιμα για τους φύλακες και τη φρουρά και τα έριχνε σ'ενα λόφο μακριά απ'τους όρμους.
Εκεί που η έλειψη γινόταν εντονότερα αισθητή ήταν τα τσιγάρα.Αυτό στάθηκε αιτία να ξεσηκωθεί μα έντονη προσπάθεια για να πειστούν οι πολιτικοί κρατούμενοι να κόψουν το κάπνισμα,και πραγματικ΄το έκοψαν όσοι μπόρεσαν.
Άνθρωποι έντιμοι και σοβαροί γύρευαν από παντού κανένα τσιγάρο και καμιά φορά στα κρυφά μάζευαν και κανένα αποτσίγαρο, που είχε πετάξει κανένας προνομιούχος συνήθως υπάλληλος της φυλακής.Αυτοί όμως ήταν η εξαίρεση.

Μια φορά σαστίσαμε με το ξύλο, τα χρειαστήκαμε για τα καλά.Το πρόβλημα το αντιμετωπίσαμε σοβαρά πρώτα-πρώτα στην περίπτωση ενός κρατούμενου που έμενε μαζί μας στην ίδια σκηνή.
Ήταν ένας νεαρός αντάρτης απ'τη Θεσσαλία που, πληγωμένος στο πόδι,πιάστηκε αιχμάλωτος.Πέρασε από έκτακτο στρατοδικείο,καταδικάστηκε σε βαριά ποινή και κατέληξε στα Γιούρα.Ξέραμε πως είχε πληγωθεί στο πόδι,είχε γι'αυτό δεμένο το πέλμα του και πήγαινε κουτσαίνοντας .'Ώσπου μια μέρα πήραμε είδηση πως στην αγγαρεία τον τάραζαν στο ξύλο,γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει γρήγορα,πως άνοιξε η πληγή στο πόδι του,και μάλιστα πως κακοφόρμισε.Στα Γιούρα δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα για συστηματική θεραπεία.Βρήκαμε με κόπο μερικές γάζες κι επιδέσμους,μα έπρεπε και να μην περπατά. 'Όταν ξεφασκιώσαμε το πόδι του κι είδαμε πάνω στο χτένι του μια μεγάλη λακκούβα γεμάτη ακαθαρσία,καταλάβαμε πως τα πράγματα δεν ήταν αστεία.Αλλάζαμε την πληγή του κάθε μέρα,μα αυτό δεν έφτανε,έπρεπε να βρούμε τρόπο να τον γλιτώσουμε απ'την αγγαρεία.Ο ίδιος ήταν φιλότιμος και του κακοφαινόταν να μας βλέπει όλους να τσακιζόμαστε στη δουλειά κι αυτός να μένει στη σκηνή.Πώς όμως να γλιτώσει?Να επικαλεστεί το τραύμα του θα χειρότευε την κατάσταση.
Και αγγαρεία θα τον πήγαιναν και το πληγωμένο πόδι του θα χτυπούσαν.
'Όταν,μετά το πρωινό ρόφημα,εισορμούσαν οι φύλακες με βρισιές,χτυπώντας δεξιά κι αριστερά με τα ζαχαροκάλαμα ,για να μας βγάλουν στην αγγαρεία,τον Προκόπη,αυτό ήταν τ'ονομά του,τον είχαμε τυλιγμένο μέσα στις κουβέρτες και τοποθετημένον κάτω απ'τα μαξιλάρια μας.Αφήναμε μόνο ένα άνοιγμα από το μέσα μέρος της σκηνής, για να μπορεί ν'ανασαίνει.Έτσι γλίτωσε τις μεγάλες τουλάχιστον αγγαρείες και βελτιώθηκε κάπως το τραύμα του.Κάθε πρωί τρώγαμε βιαστικά ό,τι είχαμε και βλέπαμε να μεταβάλουμε σε μαξιλάρια τον Προκόπη.Και αυτό κράτησε για καιρό.

Μια αξιόλογη ανάρτηση για την σημερινή μνήμη των πεσόντων του Πολυτεχνείου διάβασα εδώ
που πραγματικά έχει ενδιαφέρον απ'τον νέο μπλόγκερ Ανεμόμυλους κυνηγώ... 

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
back to top