Ο
λαός που δεν έχει ιστορική μνήμη δεν έχει μέλλον."
λαός που δεν έχει ιστορική μνήμη δεν έχει μέλλον."
Μήπως γιαυτό χάσαμε τις ελπίδες για το μέλλον εγώ επιμένω σ'αυτές τις μνήμες θα παρουσιάσω κάποιες μαρτυρίες ανθρώπων μήπως και θυμηθούν οι παλαιότεροι μάθουν οι νεότεροι συγκινηθούν κάποιοι και δουμε ένα φώς στο μαύρο τούνελ που βαδίζουμε!
Στα Γιούρα καταπάτησαν ανθρώπινες αξίες φυλάκισαν όνειρα, ελπίδες, φιλοδοξίες αθώων εντούτοις σήμερα μένει ένα νησί που θέλουν όλοι να ξεχάσουν.Η πρόσβαση μόνο με άδεια λιμενικού για επισκέπτες που θέλουν να μιλήσουν με τις μνήμες ανθρώπων τους.
Λαθροκυνηγοί συχνοί επισκέπτες του με άδεια την συνείδηση του καθενός για τα ζώα που χαλάει η μοναδική ζωή στο νησί πια που πολλαπλασιάζεται με ταχείς ρυθμούς.
Το νησί αυτό λειτούργησε δύο φορές,την πρώτη φορά στα 1947 σα στρατόπεδο συγκεντρώσεως και την άλλη, μετά την απόδραση των 27 κομμουνιστών απο τα Βούρλα σα φυλακή,μιας και τότες είχε τελειώσει το Αγροτικόν-Βιοτεχνικόν Σωφρονιστήριον,δηλαδή οι φυλακές της Γυάρου κι άλλοτες σαν ποινικές φυλακές και άλλες φορές σαν απομόνωση πολικών καρατουμένων.Υπάλλοιλοι που εργάστηκαν εδώ και στην πρώτη περίοδο που η Γυάρο λειτούργησε ήσαντε ποτέ τους χειμερινοί κολυμβητές,και ακόμη ότι γυρίζανε με μόνο το πουκάμισο σαν μοναδική περιβολή, χωρίς να είχανε αλλοτινούς καιρούς κάποιες ιδιαίτερες σχέσεις με τα σπόρ.Αιώνια άνοιξη στο νησί αυτό,που κάθε χειμώνα και άνοιξη φαίνεται από μακριά πράσινο,όταν τα αγριόχορτα που φυτρώνουν μόνα τους στο σαθρωμένο φλοιό του.
Ψάχνοντας στοιχεία για το νησί στα χέρια μου έπεσε μια αφήγηση μιας γιαγιάς που έζησε στο νησί.
Αξίζει η περιγραφή της για να το γνωρίσουμε καλύτερα απολαύστε τη!
Η γιαγιά Ελπίδα θυμάται τη ζωή στα Γιούρα και λέει:
Κάθε ώρα και στιγμή τα Γιούρα έρχονται μες το μυαλό μου.Πολυόμουνα εκεί.Μ'αρεσε η ήσυχη ζωή.Δε μ'αρεσε να θέλω να μπω, να βγώ.Μ'αρέσανε οι δουλειές του σπιτιού.Να πλένω,να μαγειρεύω, να συγυρίζω το σπίτι,να ζυμώνω το κρίθινο ψωμί,να'ασπρίζω τις μπεζούλες της αυλής.Ολο το κτήμα είναι μες το μυαλό μου.Οι συκιές,τα σκίνα, τα θυμάρια,τα φρύγανα.
Η νησιώτικη θάλασσα,που φαινόταν απ'το σπίτι.Βορινά η Τζιά,η Κάρυστος κι η Ανδρος.Η Σύρα τα Θερμιά κι η Τήνος από την πλευρά του νοτιά.Τα λιμανάκια των Γιούρων λάμπουν μες τα μάτια μου:οι Φυλλάδες,ο Κούκος και ο Βάτος.Κοντά στο σπίτι μας υπήρχε το μοναδικό δάσος των Γιούρων απο σκίνα και αρευτιές.
Απ'το δάσος και τα 4σπίτια κόβαμε κούτσουρα για το τζάκι και τα ξύλα για το μαγείρεμα.Δεν υστερούμαστε ποτέ ξύλα και κάρβουνα.
Δεν φεύγουν από το μυαλό μου οι Βρυσούλες,η Βάρδια,το Κουκούδι.Για πότε έκανα 11/2ώρα δρόμο,για να πάω στο εκκλησάκι της Δεκάρμενης ν'ανάψω το καντήλι.Δεν περπατούσα,αλλά πετούσα μες στα κατσάβραχα.Ανοιγα την την πόρτα του κτήματός μας στα Σκίνα κι έφτανα στις Βρυσούδες,που παίρναμε νερό.
Τα Γιούρα ήταν ένας πολύ ήμερος τόπος.Ποτέ κανείς δεν τρόμαξε.
Ούτε τα παιδιά,ούτε οι παραγιοί ,ούτε τα αφεντικά.
Ποτέ δεν έβαζες κακό στο μυαλό σου,ότσν ξυπνούσες τη νύχτα, όταν περπατούσες τη νύχτα στα βουνά.Δεν είχε τόπου που ν'κουστούν οι νεραίδες,ούτε φαντάσματα,ούτε στοιχειά'κι τα Μαύρα Φίδια των Γιούρων,τα μοναδικά που υπήρχαν στο νησί,ήταν τελείως άκακα.Ποτέ δεν ακούστηκε ότι δάγκωσε φίδι άνθρωπο ή ζώο,γιατί λέγανε ότι τα'χανε "δέσει".
Οποιος παραγιός έρχόντανε στα Γιούρα,κολλούσε η καρδιά του και δεν ήθελε να φύγει.
Στα χρόνια μου στα 4σπίτια των Γιούρων πέρασαν καμμιά εισαριά παραγιοί απο διάφορα νησιά των Κυκλάδων.
Αρκετοί ερχόντουσαν με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους.
Τύχαινε καλοκαίρι να είναι 50άτομα στα 4σπίτια.Το χειμώνα λιγόστευαν.Οταν μας διώξανε απο τα Γιουρα,προτιμούσα να ζω μόνη σε μια σπηλιά,παρά ν'αφήσω το νησί για πάντα.
Οι Ιταλοί μας διώξανε όλους από τα Γιούρα,γιατί 2Συριανοί διαδώσανε ότι είχαμε στα Γιούρα ασύρματο και πως τροφοδοτούσαμε καΐκια,που περνούσανε με στρατό και πήγαιναν στη Μέση Ανατολή,
Ξαναγυρίσαμε όταν ήρθανε οι Γερμανοί,αλλά τα ζώα είχαν λιγοστέψει.Τελικά το Κράτος απαλλοτρίωσε τα Γιούρα στις 19Απριλίου 1949,επειδή είχανε κάνει φυλακές,και στιε Σεπτέμβρη 1951 μας διώξανε τελίεως απ'το νησί.
Τα τρεχάμενα νερά στα Γιούρα ή έβρεχε ή δεν έβρεχε δεν σταματούσαν ποτέ.Κάθε χειμώνα χιόνιζε και σκέπαζε όλο το νησί,γιατί το νησί είναι μέσ'το μάτι του βοριά,απέναντι από την Κάρυστο,που πάντοτε τη βλέπαμε χιονισμένη.Το χιόνι κρατούσε 2-3μέρες.
Στα Γιουρα υπήρχαν πολλές σαυράδες και θαμιάμισα(σαμιαμίδια).
Υπήρχαν γλάροι πολλοί.
Φώλιαζανε και αετοί και καντινέλοι.
Φοβόμαστε μη μας φάνε τα κοτόπουλα.
Υπήρχαν άγριοι λαγοί και τις σκοτώναμε με το τουφέκι.
Όπου υπήρχε νερό,υπήρχαν βατράχια.Σκορπιοί είχε στα Γιούρα.Μες στα σπίτι όμως δεν υπήρχαν.
Στο Φούι και στο Γλαρονήσι είχε φώκιες.
Οι αρτένες ήταν άσχημα και αδύνατα πουλιά.Δεν είχαν πολλά φτερά.Ήταν γδυμνά.Είχανε ψιλό λαιμό.Λέγανε ότι ήταν άνθρωποι,και πνίγηκε ο αδελφός τους και γυρνούσανε τις ακρογιαλιές και τον γυρεύανε και κλαίγανε σαν μωρά.Κολυμπούσανε,Δεν τρωγόντανε.Ζούσαν μακριά απ'το σπίτι,βορινά,στις ακρογιαλιές και φωνάζανε: Ουά! Ουά!Μια φορά που φιλοξενούσαμε ένα ψαρά και τα άκουσε,νόμιζε ότι ήταν μωρά και κλαίνε.